μπρατσωμένος

μπρατσωμένος
-η, -ο
(για πρόσ.) μυώδης, χειροδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπράτσο, μέσω ενός αμάρτυρου *μπρατσώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεφρωμένος — η, ο 1. (για πρόσ.) πολύ υγιής, εύρωστος, δυνατός 2. (για σφάγιο) παχύς, εύσαρκος, σαρκωμένος («νεφρωμένο αρνί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κατάλ. ωμένος, πρβλ. μυαλωμένος, μπρατσωμένος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”